συνθοινατωρ

συνθοινατωρ
    συνθοινάτωρ
    συν-θοινάτωρ
    -ορος (ᾱ) ὅ соучастник пиршества, сотрапезник Eur.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συνθοινατωρ" в других словарях:

  • συνθοινάτωρ — ορος, ὁ, Α μέτοχος σε ευωχία, σε συμπόσιο, συμποσιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θοινάτωρ «συμποσιαστής, ευωχούμενος» (< θοινῶ «τρώγω, παρέχω συμπόσιο»)] …   Dictionary of Greek

  • συνθοινάτορ' — συνθοινάτορα , συνθοινάτωρ partaker in a feast masc acc sg συνθοινά̱τορα , συνθοινάτωρ partaker in a feast masc acc sg (doric) συνθοινάτορι , συνθοινάτωρ partaker in a feast masc dat sg συνθοινά̱τορι , συνθοινάτωρ partaker in a feast masc dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»